πυελοπεριτονίτιδα

πυελοπεριτονίτιδα
η, Ν
ιατρ. τοπική φλεγμονή τού περιτοναίου τής λεκάνης, η οποία προκαλείται συνήθως από φλεγμονή τών έσω γεννητικών οργάνων τής γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyeloperitonite (< πύελος + περιτονίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυελοπεριτονίτιδα — η φλεγμονή του περιτόναιου έπειτα από πυελίτιδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”